αεροπλανοφόρο
[aeroplanoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flugzeugträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαεροπλανοφόροαεροπλανοφόρο
Thank you for your feedback!