αδυνάτισμα
[aðiˈnatizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abnehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαδυνάτισμα βάροςGewichtsabnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fαδυνάτισμα βάροςαδυνάτισμα βάρος
- Abmagerung(skur)θηλυκό | Femininum, weiblich fαδυνάτισμααδυνάτισμα