„αδρεναλίνη“: θηλυκό αδρεναλίνη [aðrenaˈlini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Adrenalin Adrenalinουδέτερο | Neutrum, sächlich n αδρεναλίνη αδρεναλίνη