„αδρανώ“: αμετάβατο ρήμα αδρανώ [aðraˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) untätig sein, passiv sein untätig sein αδρανώ δεν ενεργώ αδρανώ δεν ενεργώ passiv sein αδρανώ είμαι παθητικός αδρανώ είμαι παθητικός