„αδιαπέραστος“ αδιαπέραστος [aðjaˈperastos], αδιαπέραστη, αδιαπέραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) undurchdringlich undurchdringlich αδιαπέραστος αδιαπέραστος