αδιανόητος
[aðjaˈnoitos], αδιανόητη, αδιανόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbegreiflich, unfassbar, unvorstellbarαδιανόητοςαδιανόητος
Thank you for your feedback!