„αδιάφθορος“ αδιάφθορος [aˈðiafθoros], αδιάφθορη, αδιάφθοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverdorben unverdorben αδιάφθορος αδιάφθορος