„αδιάσειστος“ αδιάσειστος [aˈðjasistos], αδιάσειστη, αδιάσειστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unerschütterlich unerschütterlich αδιάσειστος αδιάσειστος