„αδειοδότηση“: θηλυκό αδειοδότηση [aðioˈðotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Genehmigung Genehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich f αδειοδότηση αδειοδότηση