„αδέσμευτος“ αδέσμευτος [aˈðezmeftos], αδέσμευτη, αδέσμευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungebunden, frei ungebunden, frei αδέσμευτος αδέσμευτος