αγωνιώδης
[aɣoniˈoðis], αγωνιώδης, αγωνιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verzweifeltαγωνιώδηςαγωνιώδης
examples
- αγωνιώδες γεγονόςουδέτερο | Neutrum, sächlich nZitterpartieθηλυκό | Femininum, weiblich f