„αγχώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αγχώνομαι [aŋˈxonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich stressen sich stressen αγχώνομαι αγχώνομαι