„αγριολούλουδο“: ουδέτερο αγριολούλουδο [aɣrioˈluluðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feldblume Feldblumeθηλυκό | Femininum, weiblich f αγριολούλουδο αγριολούλουδο