„αγκώνας“: αρσενικό αγκώνας [aŋˈgonas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ellbogen Ell(en)bogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγκώνας αγκώνας