„αγκαθωτός“ αγκαθωτός [aŋgaθoˈtos], αγκαθωτή, αγκαθωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dornig, stachelig dornig, stachelig αγκαθωτός αγκαθωτός