αγιάζω
[aˈjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- weihen, mit Weihwasser besprengenαγιάζωαγιάζω
- αγιάζω προσδίδω αγιότητα
αγιάζω
[aˈjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heilig werdenαγιάζω αποκτώ αγιότητααγιάζω αποκτώ αγιότητα