„αγαπητός“ αγαπητός [aɣapiˈtos], αγαπητή, αγαπητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lieb, teuer, beliebt lieb, teuer αγαπητός αγαπητός beliebt αγαπητός προσφιλής αγαπητός προσφιλής examples αγαπητέ Γιώργο lieber Giorgos αγαπητέ Γιώργο