αγαθότητα
[aɣaˈθotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gutmütigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαγαθότηταGüteθηλυκό | Femininum, weiblich fαγαθότητααγαθότητα
- Naivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαγαθότητα αφέλειααγαθότητα αφέλεια