„αβούλωτος“ αβούλωτος [aˈvulotos], αβούλωτη, αβούλωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverschlossen unverschlossen αβούλωτος μπουκάλι αβούλωτος μπουκάλι