„αβοκάντο“: ουδέτερο αβοκάντο [avoˈkando]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Avocado Avocadoθηλυκό | Femininum, weiblich f αβοκάντο αβοκάντο