„αβαθμολόγητος“ αβαθμολόγητος [avaθmoˈlojitos], αβαθμολόγητη, αβαθμολόγητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbewertet unbewertet αβαθμολόγητος αβαθμολόγητος