„αίνιγμα“: ουδέτερο αίνιγμα [ˈeniɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rätsel Rätselουδέτερο | Neutrum, sächlich n αίνιγμα αίνιγμα