„Α“: βραχυγραφία Αβραχυγραφία | Abkürzung abk (= ανατολή) Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) östl., Ost Ost(en)αρσενικό | Maskulinum, männlich m Α Α östl. (östlich) Α ανατολικός Α ανατολικός