„ίνδαλμα“: ουδέτερο ίνδαλμα [ˈinðalma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Idol Idolουδέτερο | Neutrum, sächlich n ίνδαλμα ίνδαλμα