„ένσταση“: θηλυκό ένσταση [ˈenstasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einspruch Einspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m ένσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομ ένσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομ