έμφραγμα
[ˈemfraɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Infarktαρσενικό | Maskulinum, männlich mέμφραγμα ιατρική | Medizinιατρέμφραγμα ιατρική | Medizinιατρ
examples
- καρδιακό έμφραγμαHerzinfarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m