έλξη
[ˈelksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gravitationθηλυκό | Femininum, weiblich fέλξη φυσέλξη φυσ
- Anziehung(skraft)θηλυκό | Femininum, weiblich fέλξη ερωτικήέλξη ερωτική
examples
- έλξη της βαρύτηταςErdanziehungθηλυκό | Femininum, weiblich f