έθιμο
[ˈeθimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- έθιμο
- Gewohnheitsrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nέθιμο νομικός όρος | Rechtswesenνομέθιμο νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- έθιμαGebräucheπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl