„έγνοια“: θηλυκό έγνοια [ˈeɣɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sorge, Kummer Sorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f έγνοια Kummerαρσενικό | Maskulinum, männlich m έγνοια έγνοια