„έγκυος“: επίθετο, ως επίθετο έγκυος [ˈeŋgjios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwanger schwanger έγκυος έγκυος examples μένω έγκυος schwanger werden μένω έγκυος „έγκυος“: θηλυκό έγκυος [ˈeŋgjios]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwangere Schwangereθηλυκό | Femininum, weiblich f έγκυος έγκυος