έγερση
[ˈejersi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erwachenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέγερση ξύπνημαέγερση ξύπνημα
- Errichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fέγερση μνημείουέγερση μνημείου