„έγγαμος“ έγγαμος [ˈeŋɣamos], έγγαμη, έγγαμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verheiratet verheiratet έγγαμος έγγαμος examples έγγαμος βίοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ehelebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n έγγαμος βίοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m