„άτακτος“ άτακτος [ˈataktos], άτακτη, άτακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unregelmäßig, ungezogen, unartig unregelmäßig άτακτος σφυγμός άτακτος σφυγμός ungezogen, unartig άτακτος παιδί άτακτος παιδί