„άστεγος“: επίθετο, ως επίθετο άστεγος [ˈasteɣos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άστεγη, άστεγο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) obdachlos obdachlos άστεγος άστεγος „άστεγος“: αρσενικό και θηλυκό άστεγος [ˈasteɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Obdachlose Obdachlose(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f άστεγος άστεγος