„Άνδεις“: πληθυντικός θηλυκού Άνδεις [ˈanðis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anden Andenπληθυντικός | Plural pl Άνδεις Άνδεις