„άμορφος“ άμορφος [ˈamorfos], άμορφη, άμορφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) formlos, gestaltlos formlos, gestaltlos άμορφος χωρίς μορφή άμορφος χωρίς μορφή