„άμεμπτος“ άμεμπτος [ˈamemptos], άμεμπτη, άμεμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tadellos, einwandfrei tadellos, einwandfrei άμεμπτος άμεμπτος