„άμβλυνση“: θηλυκό άμβλυνση [ˈamvlinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dämpfung Dämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f άμβλυνση άμβλυνση