„άλτης“: αρσενικό άλτης [ˈaltis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Springer Springerαρσενικό | Maskulinum, männlich m άλτης αθλητισμός | Sportαθλ άλτης αθλητισμός | Sportαθλ