„Άλπεις“: πληθυντικός θηλυκού Άλπεις [ˈalpis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl <-εων> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Alpen Alpenπληθυντικός | Plural pl Άλπεις Άλπεις