„άθροισμα“: ουδέτερο άθροισμα [ˈaθrizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Summe Summeθηλυκό | Femininum, weiblich f άθροισμα μαθηματικά | Mathematikμαθ άθροισμα μαθηματικά | Mathematikμαθ examples άθροισμα ψηφίων ενός αριθμού Quersummeθηλυκό | Femininum, weiblich f άθροισμα ψηφίων ενός αριθμού