άγραφος
[ˈaɣrafos], άγραφη, άγραφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ungeschriebenάγραφοςάγραφος
- unbeschriebenάγραφος φύλλο χαρτίάγραφος φύλλο χαρτί
- leerάγραφος ντιβιντί κτλάγραφος ντιβιντί κτλ