άγιος
[ˈajios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άγια/αγία, άγιοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heiligάγιοςάγιος
examples
-
- Αγία Γραφήθηλυκό | Femininum, weiblich fHeilige Schriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Αγία Τράπεζαθηλυκό | Femininum, weiblich fTraualtarαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples
άγιος
[ˈajios]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples