Παραολυμπιακός
[paraolimbiaˈkos], Παραολυμπιακή, Παραολυμπιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- Παραολυμπιακοί αγώνεςπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplParalympicsπληθυντικός | Plural plBehindertenolympiadeθηλυκό | Femininum, weiblich f