Greek-German translation for "επαγγελματικός"

"επαγγελματικός" German translation

επαγγελματικός
[epaŋgjelmatiˈkos], επαγγελματική, επαγγελματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • beruflich, Berufs-
    επαγγελματικός
    επαγγελματικός
  • geschäftlich
    επαγγελματικός
    επαγγελματικός
  • professionell
    επαγγελματικός μη ερασιτεχνικός
    επαγγελματικός μη ερασιτεχνικός
examples
  • επαγγελματικές προοπτικέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Berufschancenπληθυντικός | Plural pl
    Berufsperspektiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επαγγελματικές προοπτικέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • επαγγελματική δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Erwerbstätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επαγγελματική δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • επαγγελματική εκπαίδευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Berufspraktikumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επαγγελματική εκπαίδευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: