langwierig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μακροχρόνιος, χρόνιος, χρονοβόροςlangwieriglangwierig
- επίπονος, κουραστικόςlangwieriglangwierig
Thank you for your feedback!