κομματιαστός
[komatjasˈtos], κομματιαστή, κομματιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zertrümmertκομματιαστόςκομματιαστός
- stückweiseκομματιαστός σε κομμάτιακομματιαστός σε κομμάτια