απροσπέλαστος
[aprosˈpelastos], απροσπέλαστη, απροσπέλαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unzugänglichαπροσπέλαστος χώροςαπροσπέλαστος χώρος
- unnahbarαπροσπέλαστος άνθρωποςαπροσπέλαστος άνθρωπος